top of page
Writer's pictureundercity report

Κάρολος Κουν: Ένας κορυφαίος Έλληνας, Θεατράνθρωπος!

Γεννήθηκε στην Προύσα στις 13 του Σεπτέμβρη του 1908 και έφυγε από τη ζωή στις 14 Φεβρουαρίου 1987. Ο πατέρας του, Ερρίκος Κοέν, πάμπλουτος έμπορος και κοσμοπολίτης, ήταν κατά το ήμισυ έλληνας χριστιανός και κατά το άλλο ήμισυ γερμανοπωλονοεβραίος. Η μητέρα του, Μελπομένη Παπαδοπούλου, ήταν ελληνίδα χριστιανή ορθόδοξη.

Ηταν επιμειξία Ηπείρου, Φαναριού και Ανδρου. Σε πολύ μικρή ηλικία μετακόμισαν την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος έχει γράψει: «Αν και γεννήθηκα στην Προύσα, την Προύσα δεν τη γνώρισα. Από μικρός βρέθηκα στην Πόλη και εκεί μεγάλωσα. Από κει αρχίζουν οι αναμνήσεις, εκεί δημιουρ-γήθηκαν οι πρώτοι ερεθισμοί, τα πρώτα συναισθήματα, η πρώτη επαφή με την έξω για μένα πραγματικότητα. Μεγάλωσα σαν Ρωμηός, μέσα σ’ ένα ρωμέικο αστικό σπίτι. Πολλοί συγγενείς, πολλές θειάδες και πολλά ξαδέλφια, απ’ της μάνας μου το σόι. Παραδοσιακά έθιμα, κίτρινα κεριά της εκκλησίας φτιαγμένα στο σπίτι, σάκοι με τριαντάφυλλα για το γλυκό της χρονιάς, το πρόσφορο για την καθημερινή λειτουργία, η πιστή σιδερώτρα που έριχνε και τα χαρτιά και ο Αρμένης μάγερας που έφτιαχνε ντολμαδάκια μ’ ερίκι από πάνω. Και μέσα σ’ όλα αυτά μια Πρώσο-Γερμανίδα γκουβερνάντα που μου μάθαινε παραμύθια των αδελφών Γκριμ, με τάιζε, μ’ έλουζε, με κοίμιζε, φρόντιζε τα δυό μου καναρίνια και μ’ έβαζε για τιμωρία, στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, να γράφω εκατό φορές “Ο Θεός να τιμωρήσει την Αγγλία” στα γερμανικά». Από πολύ μικρός άρχισε να ξεδιπλώνει τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Σχημάτιζε μελωδίες στην πιανόλα του σαλονιού. Έκοβε τα μοντέλα από τα περιοδικά μόδας της μητέρας του κι έκανε θέατρο. Τα έπιπλα του σαλονιού ήταν το σκηνικό που έπλαθε η φαντασία του. Οι πολυθρόνες γίνονταν βράχοι και τα χαλιά θάλασσα. Πιο πολύ, όμως, του άρεσε να ζωγραφίζει με νερομπογιές.

Εκτός από τα μαθήματα που διδάσκεται κατ’ οίκον, για ένα μεγάλο διάστημα μένει εσώκλειστος στη Ροβέρτειο Σχολή, «ένα αμερικανικό κολέγιο που ιδρύθηκε από ιεραποστόλους, με αμερικανικά τραγούδια και ψαλμούς, με γήπεδα μπάσκετ και αθλητικά αγωνίσματα». Συμμετέχει στη θεατρική ομάδα της σχολής, αλλά ταυτόχρονα στερείται της μητρικής του γλώσσας. Γνωρίζει, όμως, συνολικά έξι ξένες γλώσσες.

Αποφοιτά από τη Ροβέρτειο και καθώς οι συμμαθητές και οι συγγενείς του έχουν φύγει για την Ελλάδα, φεύγει κι αυτός για σπουδές στο Παρίσι. Σπουδάζει Αισθητική στη Σορβόννη και σκέφτεται να γραφτεί σε κάποια Δραματική Σχολή. Σε κάποιο καφενείο του Σαν Σελιζέ, ένας ηθοποιός τον προτρέπει αντί να σπουδάσει θέατρο...«Να παρατηρείς τη ζωή, τους ανθρώπους και τη φύση. Κανείς δεν πρόκειται να σου μάθει τίποτα». Ετσι, αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα που τον ενδιέφερε πολύ και εκεί να σπουδάσει θέατρο, δηλαδή, να παρατηρεί τη φύση και τους ανθρώπους. Το καλοκαίρι του 1928 φορώντας το άσπρο και ίσως μοναδικό κοστούμι που είχε, το ψαθάκι της εποχής και το μπαστουνάκι από βελανιδιά στο χέρι, έρχεται στην Αθήνα χωρίς ελληνική υπηκοότητα.

Επειτα από πολλές περιπέτειες διορίζεται στο Κολλέγιο Αθηνών ως καθηγητής Αγγλικών. Παράλληλα με τη γλώσσα που διδάσκει κάνει και θέατρο. Ανεβάζει παραστάσεις με τους μικρούς μαθητές του με έργα αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας, αλλά και έργα που έγραφε ο ίδιος ή συνέγραφε με τους μαθητές του. Καθώς περνούν τα χρόνια οι παραστάσεις του γίνονται όλο και πιο γνωστές στο αθηναϊκό κοινό, πολλοί πηγαίνουν στο Κολλέγιο για να τις παρακολουθήσουν.Στο μεταξύ, καθοριστική για τον Κουν υπήρξε η γνωριμία του με τον Φώτη Κόντογλου. Όπως έλεγε ο ίδιος, τον βοήθησε να γνωρίσει την Ελλάδα, να νιώσει το ξάνοιγμα προς κάθε τι το Ελληνικό...

Σε μια προσπάθεια να μεταφέρει επί σκηνής το αίτημα της επιστροφής στο ρωμαίικο, τον χειμώνα του 1933 ιδρύει, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη, τη Λαϊκή Σκηνή. Από τη δραματική σχολή που στεγάζεται σ' ένα εγκαταλελειμμένο καμαρίνι του Δημοτικού Θεάτρου, θα προκύψει ο βασικός πυρήνας του θιάσου.

Στην εναρκτήρια παράσταση της Ερωφίλης του Χορτάτση, στις 20 Απριλίου '34 στο Θέατρο Ολύμπια, ο Κουν τοποθετεί τους ηθοποιούς σύμφωνα με τις αγιογραφίες του Κόντογλου και τους φωτίζει σαν από φως καντηλιού. Στα δύο χρόνια της λειτουργίας της η «Λαϊκή Σκηνή» θα παρουσιάσει ακόμη τα έργα: «Άλκηστη», «Πλούτος», «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» και τα «Παντρολογήματα».

Το 1938 εγκαταλείπει το Κολέγιο και συνεργάζεται με τους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Όμως, το όνειρο του ήταν να δημιουργήσει τη δική του μόνιμη, αφοσιωμένη ομάδα, να φτιάξει ηθοποιούς που να βλέπουν το θέατρο ως λειτούργημα και όχι ως επαγγελματική ενασχόληση. Το όνειρό του αυτό έγινε πραγματικότητα το 1942, ιδρύοντας μέσα στο σκοτάδι της γερμανικής κατοχής το Θέατρο Τέχνης.

1932 «Όρνιθες» του Αριστοφάνη στο Κολλέγιο Αθηνών. 1934-38 Δημιουργεί το πρώτο θέατρο συνόλου, τη «Λαϊκή Σκηνή» που είναι ημιεπαγγελματική. Την ίδια χρονιά παρουσιάζει την «Ερωφίλη» του Χορτάτζη σε σκηνογραφία του Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και την «Αλκηστη» του Ευριπίδη. Το 1938 στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά η ομάδα διαλύεται γιατί κατηγορείται ότι παίζει «αριστερά έργα» όπως τον «Πλούτο» (1936) του Αριστοφάνη και τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου. Ο Κουν και οι συνεργάτες του στην πλειοψηφία τους εντάσσονται στο ΕΑΜ. Την πρώτη χρονιά (1934) παρουσιάζεται η «Αλκηστις» του Ευριπίδη και αργότερα ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη. Μέσα από αυτές τις παραστάσεις γίνεται κατανοητή η έννοια του «λαϊκού εξπρεσιονισμού». Το 1938 παρουσιάζει επίσης στο Κολλέγιο την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ.

Το 1938 εγκαταλείπει το Κολέγιο και συνεργάζεται με τους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Όμως, το όνειρο του ήταν να δημιουργήσει τη δική του μόνιμη, αφοσιωμένη ομάδα, να φτιάξει ηθοποιούς που να βλέπουν το θέατρο ως λειτούργημα και όχι ως επαγγελματική ενασχόληση. Το όνειρό του αυτό έγινε πραγματικότητα το 1942, ιδρύοντας μέσα στο σκοτάδι της γερμανικής κατοχής το Θέατρο Τέχνης. 1939 Ο Κουν σκηνοθετεί την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη με πρωταγωνίστρια τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Ταυτόχρονα, από το 1939 έως το 1942 συνεργάζεται όχι μόνο με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, αλλά και με αυτόν της ανταγωνίστριάς της Κατερίνας, παρουσιάζοντας πολλά ξένα αλλά και ελληνικά έργα. 1940 Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου αποκτά την ελληνική υπηκοότητα. Μέσα στον τρελό ενθουσιασμό εκείνων των ημερών ζητά να καταταγεί ως εθελοντής. Η καταγωγή του δημιουργεί υποψίες και συλλαμβάνεται. Η επέμβαση της Δώρας Στράτου θα είναι σωτήρια, αλλά δεν προλαβαίνει να πάει στρατιώτης αφού το μέτωπο καταρρέει. 1942

Στο δωμάτιο μιας αυλής της οδού Ζωοδόχου Πηγής 9 ξεκίνησε τις πρόβες στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν, με μαθητές της Σχολής το Β. Διαμαντόπουλο, το Δ. Καλλέργη, τον Π. Ζερβό, τη Β. Μεταξά, την Κ. Λαμπροπούλου και με τον ίδιο σκηνοθέτη και ηθοποιό. Τις παραστάσεις του τις έδινε σε διάφορα θέατρα, κυρίως στο θέατρο Κώστα Μουσούρη και το καλοκαίρι σε διάφορα θερινά που του παραχωρούσαν. Ιδρύει το Θεάτρο Τέχνης με τους Δ. Δεβάρη και Γιάννη Τσαρούχη. Στα χρόνια που έχουν περάσει σκηνοθέτησε με ερασιτέχνες και επαγγελματίες ηθοποιούς δώδεκα ελληνικά έργα (έξι αρχαία, δύο μεσαιωνικά και τέσσερα ελληνικά), όπως και δεκαεννέα ξένα (Σαίξπηρ, Μολιέρο, Γκόγκολ, Ιψεν, Τσέχοφ, Ουάιλντ όπως και δύο μπουλβάρ). Παράλληλα, ιδρύει τη δική του Δραματική Σχολή «με αντικειμενικόν σκοπόν την εξεύρεση νέων ταλέντων διά τον θέατρον...» (Βραδυνή, 10 Ιουλίου 1941). Στις 3 Σεπτεμβρίου αναγγέλλει τα πρώτα έργα, την «Αγριόπαπια» του Ιψεν και το «Σουάνεβιτ» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ. 1942-45 «Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας…» Κάρολος Κουν 1943 Το Θέατρο Τέχνης στεγάζεται στο Θέατρο «Αλίκης», ενώ ταυτόχρονα γίνονται παραστάσεις στο θέατρο «Δελφοί» (Καλοκαίρι ’44), στο Παρκ και το Κεντρικό. 1945- 46 Συνεργάζεται και πάλι με την Κατερίνα σκηνοθετώντας πέντε έργα. 1946- 48 Το Θέατρο Τέχνης παρουσιάζει κυρίως μεγάλους Αμερικανούς συγγραφείς, Λόρκα και Τσέ-χοφ. 1948 Μέσα στο καλοκαίρι ανεβάζει τρία έργα με τον θίασο της Κατερίνας. 1948-50 Το Θέατρο Τέχνης μην έχοντας ακόμη δική του στέγη δίνει παραστάσεις στο Θέατρο Κοτοπούλη, στο Θέατρο Αλίκης, στο θέατρο «Μακέδο», ενώ ο Κουν σκηνοθετεί στον θίασο Λεμού, αλλά και εκείνον της Κατερίνας. 1950-53 Οι οικονομικές δυσχέρειες αναγκάζουν τον Κουν να ανα-στείλει τη δραστηριότητα του Θεάτρου Τέχνης, αλλά συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο με τον όρο να χρησιμοποιήσει όλους τους συνεργάτες του. Εκεί παρουσιάζονται τα έργα: «Ερρίκος Δ'» του Πιραντέλο, «Ανθρωποι και ποντίκια» του Στάινμπεκ, «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ, «Ονειρο θερινής νύχτας» του Σαίξπηρ, «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχοφ. Από το 1952 έως και το ’54 συνεργάζεται και με τους θιάσους Κατερίνας και Διαμαντόπουλου. 1954 Το Θέατρο Τέχνης αποκτά τη δική του στέγη, το περίφημο και ιστορικό κυκλικό «Υπόγειο», κάτω από τον κινηματογράφο «Ορφέας». Η εξασφάλιση στέγης θα αποτελέσει και την αφετηρία μεγάλων παραστάσεων, με τις οποίες θα γνωρίσει στο αθηναϊκό κοινό σύγχρονους ξένους συγγραφείς, όπως ο Αλμπι, ο Πίντερ, ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο Μίλερ, ο Μπέκετ κ.ά. Ταυτόχρονα, θα εγκαινιάσει ένα ρεπερτόριο με νεοέλληνες συγγραφείς. Η αρχή γίνεται με τα μονόπρακτα «Παιχνίδια στις Αλυκές» και «Μακρυνό λυπητερό τραγούδι» του Δημήτρη Κεχαΐδη (1957), ενώ την επόμενη χρονιά ένας μεγάλος Ελληνας συγγραφέας γεννιέται: Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης με την «Αυλή των Θαυμάτων» (1958) θα εντυπωσιάσουν κοινό και κριτική. 1959 Η ατυχής είσοδος του Θεάτρου Τέχνης στο Ηρώδειο με τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη. Η παράσταση δημιουργεί σκάνδαλο και ο τότε υπουργός Προεδρίας Κωνσταντίνος Τσάτσος την απαγορεύει εξ αιτίας των βωμολοχιών. Ωστόσο, το κοινό θα ενθουσιαστεί. Τον Κουν θα υπερασπιστούν όλες οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου. 1962 Οι «Ορνιθες» παίζονται στο Παρίσι στο Φεστιβάλ των Εθνών και το Θέατρο Τέχνης αποσπά το πρώτο βραβείο. Η παράσταση θα παιχτεί το 1964, ’65 και ’67 στο Λονδίνο, όπου θα γραφτούν διθύραμβοι στον Τύπο. Αυτή η αναγνώριση θα λειτουργήσει διττά: Το 1967 ο Κουν θα σκηνοθετήσει στο Στράντφορντ, στο Βασιλικό Σαιξπηρικό Θίασο, το έργο του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» που θα αποσπάσει τις καλύτερες κριτικές. Δυο χρόνια αργότερα οι Αγγλοι προσκαλούν τον Κουν και το Θέατρο Τέχνης να παρουσιάσει και πάλι στο Λονδίνο τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, αλλά και τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή σε πρώτη παρουσίαση εκεί. Οι κριτικές είναι και πάλι διθυραμβικές. Η ευρωπαϊκή αναγνώριση είναι καθολική. 1965 Η ιστορική παράσταση των «Περσών» του Αισχύλου παίζεται σε μετάφραση Π. Μουλά, σκηνοθεσία Κουν, σκηνογραφία Γιάννη Τσαρούχη και μουσική Γιάννη Χρήστου. Μια παράσταση που θα αναβιώσει πολλές φορές στα επόμενα χρόνια, ακόμη και στη δεκαετία του ’90. 1966 Μια ακόμη ιστορική παράσταση: «Οι βάτραχοι» του Αριστοφάνη στο Ηρώδειο. Μετάφραση Κ. Σταματίου, σκηνοθεσία Κουν, σκηνογραφία X. Γεωργάκη, μουσική Γ. Χρήστου. Στη διάρκεια της δικτατορίας, που θα επιβληθεί την επόμενη χρονιά, ο Κάρολος Κουν αποφασίζει να μη συμμετέχει στα κρατικά Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Η επιτυχία όμως που έχει τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό (Γερμανία, Ρωσία, Πολωνία) τον υποχρεώνει να δημιουργήσει και καλοκαιρινό στέκι. Ετσι, αρχίζει να λειτουργεί το θέατρο «Αττικόν» στην οδό Κοδριγκτώνος. 1972 Εγκαταλείπεται το θερινό θέατρο «Αττικόν» και εγκαινιάζεται το επίσης θερινό «Ατλας» στη γωνία Ιουλιανού και 3ης Σεπτεμβρίου. Πρώτη παράσταση: «Αμέρικα ουρά» του Ζαν Κλοντ Βαν Ιταλι, σε σκηνοθεσία Γ. Λαζάνη. 1973 Ο Κάρολος Κουν δημιουργεί ένα ακόμη χειμερινό θέατρο, το «Βε-άκη», στην οδό Στουρνάρη. Εκεί σκηνοθετούν κυρίως οι μαθητές του, Γ. Λαζάνης, Μ. Κουγιουμτζής και Γ. Αρμένης. Παρουσιάζονται νεοελληνικά έργα, αλλά και κάποια του ευρωπαϊκού δραματολογίου. Πρώτη παράσταση: «Το μονοπάτι που πάει βαθιά μέσα στο βορρά» του Εντουαρντ Μποντ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη. Η Σχολή του Θεάτρου Τέχνης τροφοδοτεί με νέα στελέχη και τους δύο θιάσους, αλλά και τους χορούς των αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών που παρουσιάζονται στα φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. 1975 Στην πρώτη επέτειο από την πτώση της χούντας το Θέατρο Τέχνης κάνει την πρώτη του εμφάνιση στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου με την ιστορική παράσταση των «Ορνίθων», σε νέα βέβαια διανομή. 1985 Το Θέατρο Τέχνης αποκτά ένα καινούργιο θέατρο στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα και εγκαταλείπει το «Βεάκη». Το αναλαμβάνει ο Γιώργος Λαζάνης. Πρώτη παράσταση: «Θέατρο, θεατρίνοι, θεατές», με αποσπάσματα από έργα που έχουν ήδη παιχτεί. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει κυρίως ξένους συγγραφείς. Το καλοκαίρι το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν, θα παρουσιάσει την τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια» με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη. Μια παράσταση που θα ξαναδουλευτεί και θα επαναληφθεί δύο χρόνια μετά με διαφορετική διανομή. 1989 Ο Κάρολος Κουν υπογράφει την τελευταία του σκηνοθεσία στο έργο «Ο ήχος του όπλου» της Δούλας Αναγνωστάκη που παρουσιάζεται στο «Υπόγειο». Στις 14 Φεβρουάριου εκείνος όμως φεύγει από τη ζωή. Τρεις μέρες αργότερα γίνεται η πρεμιέρα. Η θέση του στην πρώτη σειρά του κεντρικού διαζώματος, εκεί όπου καθόταν και παρακολουθούσε τις πρόβες, μένει κενή. Υπάρχει μόνο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο...



Comentarios


bottom of page