Τό ζεῦγος ἐκσυγχρονισμοῦ – παράδοσης προξενοῦσε ἀείποτε σκάνδαλα στή χώρατῆς φαιδρᾶς πορτοκαλέας. Μήν ξεχνᾶμε την καταδίκη τοῦ Σωκράτους ἐπί εἰσαγωγῇ καινῶν δαιμονίων, μιά καί οἱ -σοφοί κατά τά ἄλλα- ἀρχαῖοι ἡμῶν δέ γούσταραν καί πολύ-πολύ τσίγκλισμα περί τά ἤθη τους…
Ἐπειδή, ὅμως, τυγχάνω λάτρης τῆς νεωτέρας -μέχρι “νεωτέρας” , βεβαίως- ἱστορίας, θά κάμω ἕνα ἅλμα ἀκρίδας καί θά πιάσω τό νῆμα κάπου στήν ἐποχή τοῦ Κυβερνήτου Καποδίστρια, ὅταν παίχτηκε τό πρῶτο ἐπεισόδιο τοῦ αὐτοκαταστροφικοῦ ἔρωτα ἐκσυγχρονισμοῦ – παράδοσης.
Ὁ Καποδίστριας, μέ ἀπόλυτα ἔντιμες προθέσεις, ἀλλά ὑπό τή βαριά σκιά τῆς ἀπολυταρχικῆς ἐξουσίας τῆς Παλινόρθωσης (συμφώνως τῇ Ἱερᾷ Συμμαχίᾳ τήν ὁποία ὑπηρέτησε ὡς ὑπουργός ἐξωτερικῶν τῆς τσαρικῆς Ρωσίας, ἀλλά καί με τήν ὁποία συγκρούστηκε, ὅταν αὐτή προσέκρουσε στό ἑλληνικό πατριωτικό του αἴσθημα) προσπάθησε νά συγκροτήσει ἕνα συγκεντρωτικό κράτος, στό πρότυπο τῆς εὐρωπαϊκῆς πεφωτισμένης δεσποτείας. Αὐτό, στήν Ἑλλάδα πού μόλις ἐξερχόταν ἀπό τή μακραίωνη ὀθωμανική δουλεία, ἔχοντας διατηρήσει τήν ἐθνική της συνοχή χάρη στό διοικητικό κατακερματισμό τῶν κοινοτήτων τῆς ὈθωμανικῆςΑὐτοκρατορίας, ἐκλήφθηκε ὡς προσπάθεια ἀφανισμοῦ τῶν αὐτοδιοικητικῶν παραδόσεων τοῦ ἄρτι ἀπελευθερωθέντος Γένους.
Προσέξτε, τώρα, τή διττή αντίφαση: ἡ πρόθεση τοῦ Καποδίστρια ἦταν ταυτόχρονα “νεωτερική” -στό βαθμό πού στρεφόταν ἐνάντια στό φεουδαρχικό κατακερματισμό τῆς διοίκησης πού ἴσχυε στήν κοινωνικά καθυστερημένη Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία- ἀλλά καί ἀντιδραστική, ὡς στρεφομένη ἐναντίον τῶν αἰτημάτων τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀστικῆς τάξης γιά φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.
Τό ἀντίπαλο στρατόπεδο (πού ἀπαρτιζόταν ἀπό τούς παλιούς προεστούς, τούς ὁπλαρχηγούς τῆς Ἐπανάστασης καί τούς διάφορους φραγκοσπουδασμένους Φαναριῶτες, Ἑπτανήσιους καί λοιπούς συγγενεῖς) ἦταν κι αὐτό ταυτοχρόνως προοδευτικό καί συντηρητικό. Προοδευτικό, στο βαθμό πού πολλοί ἐξ αὐτῶν (μετά ἤ ἄνευ λόγου γνώσεως) εἶχαν ἀσπασθεῖ τίς ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ (κυρίως τῆς γαλλικής ἐκδοχῆς του) καί ἦταν ἀναφανδόν ὑπέρ τῆς συγκρότησης νεωτερικοῦ ἀστικοκοινοβουλευτικοῦ κράτους. Δεν τοῦ ἔλειπε, πάντως, κι ὁ συντηρητισμός, καθώς πολλοί (κυρίως κοτσαμπάσηδες καί ὁπλαρχηγοί) ἤθελαν νά διατηρήσουν τά προνόμια τῆς τοπικῆς ἐξουσίας, τῶν κοινοτήτων καί τῶν καπετανάτων ἀντίστοιχα…
Γίνεται, τώρα, ἀντιληπτό γιατί μίλησα γιά διπλή ἀντίφαση. Κι ὅταν τέτοιες ἀντιφάσεις μένουν ἀγεφύρωτες, ἐνίοτε ἔρχεται οἰκτρό καί ἐπονείδιστο τέλος, ὅπως ἐκεῖνο τοῦ Καποδίστρια, τοῦ -μακράν- ἐντιμότερου πολιτικοῦ μας ταγοῦ. Παρόμοια διπλή ἀντίφαση ἴσχυσε καί στήν περίοδο τῆς Ἀντιβασιλείας καί τῆς Μοναρχίας (ἀπόλυτης καί συνταγματικῆς) τοῦ Ὄθωνα, δηλαδή στήν πρώτη τριακονταετία τοῦ ἀνεξάρτητου (βάσει διεθνῶν, πλέον, συνθηκῶν) Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος.
Οἱ ὅροι τῆς ἀντίφασης θά μεταβληθοῦν μόλις κατά τη βασιλεία τοῦ Γεωργίου τοῦ Α΄. Γι΄ αὐτά, ὅμως, θα μιλήσουμε στήν ἑπόμενη δημοσίευσή μας.
Comments