Η Ψουψούλα ζει μέσα μου χρόνια. Μα τι παράδοξο. Ζει και μέσα στον καθένα μας. Και παρέα της ζει κι ο Ψ.. Θέλουν – δε θέλουν, το παιχνίδι είναι για δύο. Και κάποτε πρέπει να τα βρουν. Αν δεν αλληλοφαγωθούν. Μέχρι τότε, εκείνη θα καθαρίζει μανιωδώς Πνίγοντας βουβά τον εαυτό της στη σαπουνάδα. Δεν θα αντέχει τα στραβά κάδρα Αλλά θα κάνει τα στραβά μάτια. Μια στρουθοκάμηλος με τα όλα της. Κι εκείνος περιμένει. Υπομένει. Επιμένει. Εμμένει. Αλλά τελικά μένει; Το τρυφερό και βίαιο ταξίδι προς τα μέσα μας δεν έχει επιστροφή. Είναι αστείο και πικρό. Σαν παραμύθι με χίλια πρόσωπα που ζουν μόνο γιατί τα θυμόμαστε. Στην κατάδυση αυτή, γνώριμοι συνοδοιπόροι τα τραύματά μας, στερημένα από το φως, ξεπηδούν αγκαθωτά. Πώς να τα ψηλαφίσεις χωρίς να τρυπηθείς; Ας γίνει σαν παιχνίδι. Για να ειπωθούν τα απλά, για να κριθούν τα μεγάλα. Δίαυλος μυστικός προς το παρελθόν μια ντουλάπα. Και στο τέρμα του, να στέκει ζωντανός ο μικρός μας εαυτός. «Παί-ζουμε; Κι απ’ το παιχνίδι, να βγούμε στο φως. Κι αν δε βγω εγώ, τουλάχιστον να με κουβαλάς μέσα σου.» Παί-ζουμε κρυφτό. H φαντασία ανάβει τους φακούς. Kai στριμωγμένοι στο καταφύγιο της ντουλάπας, ονειροπολούμε, σε μια χρονοκάψουλα Τα όνειρα είναι χάρμα. Αλλά αν τα φάει το κάρμα; Αμπεμπαμπλόμ. Ποιος θα κερδίσει; Μην το σκέφτεσαι. Όσο κρατάει το ταξίδι, ας παίξουμε έστω μαζί. Κι ανάμεσα στα παιχνίδια μας, τραγούδια. Νησίδες ασφαλείας. Μες το σκοτάδι της ντουλάπας, μία ελεύθερη αναπνοή. Δύο ηθοποιοί παίζουν με τις φωνές και τις σκιές που κρύβουν μέσα τους. Δυο άνθρωποι κρύβονται στη ντουλάπα, ώσπου να τρυπώσει το φως. Το "Ψ" είναι παιδί της απελπισίας. Αλλά κοιτάζει προς το φως. Και αυτή είναι, νομίζω, η αξία του. Ότι ισορροπεί μεταξύ ξεσκονόπανου και αστερόσκονης. Πάντα στην κόψη.
top of page
bottom of page
Comments